μελοποιώ — μελοποιώ, μελοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μελοποιώ — (Α μελοποιῶ, έω) [μελοποιός] συνθέτω τη μουσική πεζού ή ποιητικού έργου 2. συνθέτω λυρικά ποιήματα αρχ. 1. προσαρμόζω ποιήματα στη μουσική («ἐλεγεῑα μεμελοποιημένα», Πλούτ.) 2. εκφράζω κάτι με μουσική … Dictionary of Greek
μελοποιώ — μελοποίησα, μελοποιημένος, συνθέτω τη μουσική πεζού ή ποιητικού έργου: Τον Ολυμπιακό Ύμνο μελοποίησε ο Σπύρος Σαμάρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελοποιῷ — μελοποιός maker of songs masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελοποιῶι — μελοποιῷ , μελοποιός maker of songs masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμελωδώ — έω, Μ μελοποιώ προηγουμένως ή εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μελῳδῶ «μελοποιώ, συνθέτω μέλος»] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αμελοποίητος — η, ο [μελοποιώ] (για ποιητικά έργα) αυτός που δεν μελοποιήθηκε, δεν προσαρμόστηκε σε μουσική … Dictionary of Greek
εντείνω — (AM ἐντείνω) Ι. 1. τεντώνω, τανύω («εντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον») 2. επιτείνω, δυναμώνω («εντείνω τις προσπάθειές μου») 3. διεξάγω με μεγαλύτερη ένταση («εντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μελοποίηση — η η σύνθεση μουσικής για πεζό ή ποιητικό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. μελοποίησις, μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Κουπιτώρη] … Dictionary of Greek