μελοποιῶ

μελοποιῶ
μελοποιέω
make lyric poems
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
μελοποιέω
make lyric poems
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
μελοποιός
maker of songs
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελοποιώ — μελοποιώ, μελοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μελοποιώ — (Α μελοποιῶ, έω) [μελοποιός] συνθέτω τη μουσική πεζού ή ποιητικού έργου 2. συνθέτω λυρικά ποιήματα αρχ. 1. προσαρμόζω ποιήματα στη μουσική («ἐλεγεῑα μεμελοποιημένα», Πλούτ.) 2. εκφράζω κάτι με μουσική …   Dictionary of Greek

  • μελοποιώ — μελοποίησα, μελοποιημένος, συνθέτω τη μουσική πεζού ή ποιητικού έργου: Τον Ολυμπιακό Ύμνο μελοποίησε ο Σπύρος Σαμάρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελοποιῷ — μελοποιός maker of songs masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελοποιῶι — μελοποιῷ , μελοποιός maker of songs masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμελωδώ — έω, Μ μελοποιώ προηγουμένως ή εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μελῳδῶ «μελοποιώ, συνθέτω μέλος»] …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αμελοποίητος — η, ο [μελοποιώ] (για ποιητικά έργα) αυτός που δεν μελοποιήθηκε, δεν προσαρμόστηκε σε μουσική …   Dictionary of Greek

  • εντείνω — (AM ἐντείνω) Ι. 1. τεντώνω, τανύω («εντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον») 2. επιτείνω, δυναμώνω («εντείνω τις προσπάθειές μου») 3. διεξάγω με μεγαλύτερη ένταση («εντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μελοποίηση — η η σύνθεση μουσικής για πεζό ή ποιητικό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. μελοποίησις, μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Κουπιτώρη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”